-
1 преобразователь
эл. о μετατροπέας, о μετασχηματιστής, ο μεταρρυθμιστής, ο με-ταλλακτήραςаналого-цифровой - ο ψηφιο-ποιητής, το ηλεκτρονικό κύκλωμα μετατροπής του αναλογικού σήματος σε ψηφιακόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > преобразователь